φασσῶν

φασσῶν
φάσσα
ringdove
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαλακοπτυχής — μαλακοπτυχής, ές (Α) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει μικρές πτυχές («περδίκων φασσῶν τε... παρεβάλλετο θερμά πολλά και μαλακοπτυχέων ἄρτων», Φιλόξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πτυχής (< πτύσσω), πρβλ. ισο πτυχής, περι πτυχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”